- ὑηνίᾳ
- ὑηνίαι , ὑηνίαswinishnessfem nom/voc plὑηνίᾱͅ , ὑηνίαswinishnessfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑηνία — ὑηνίᾱ , ὑηνία swinishness fem nom/voc/acc dual ὑηνίᾱ , ὑηνία swinishness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υηνία — ἡ, ΜΑ, και ὑηνεία Μ, και δωρ. τ. ὑανία και συανία και συηνία, Α κτηνώδης συμπεριφορά που οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης και γενικότερης καλλιέργειας 2. αποκτήνωση λόγω μέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος. Οι τ. με αρκτικό σ αναλογικά προς τον τ. σῦς*… … Dictionary of Greek
ὑηνίαν — ὑηνίᾱν , ὑηνία swinishness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυανία — θυανία, ἡ (Α) (πιθ. εσφ. γρφ. τού ύανία, δωρ. τ. τού ὑηνία) διαμάχη … Dictionary of Greek
συηνία — και δωρ. τ. συανία, ἡ, Α βλ. ὑηνία … Dictionary of Greek
υηνεία — ἡ, Μ ὑηνία … Dictionary of Greek